Παθογένεια και παράγοντες κινδύνου καρκίνου των ωοθηκών
Τα επιθηλιακά καρκινώματα των ωοθηκών αποτελούν το 80-90 % των ωοθηκικών νεοπλασιών. Το υπόλοιπο 10-20 % αποτελείται κυρίως από όγκους του στρώματος της γεννητικής ταινίας και από όγκους των αρχέγονων γεννητικών κυττάρων. Οι επιθηλιακοί όγκοι προέρχονται από την ορώδη μεσοθηλιακή στιβάδα των γονάδων. Στο έμβρυο, η ωοθήκη αναπτύσσεται από τη γεννητική ακρολοφία του πεπαχυσμένου επιθηλίου του σπλαχνικού κοιλώματος. Το επιθήλιο του σπλαχνικού κοιλώματος διαφοροποιείται προς ενδομητριοειδές, ορώδες ή βλεννώδες επιθήλιο, με αποτέλεσμα οι συνήθεις επιθηλιακοί όγκοι της ωοθήκης να αποτελούνται από τους παραπάνω κυτταρικούς πληθυσμούς.
Σχετικά με την εμφάνιση καρκίνου των ωοθηκών, έχουν απομονωθεί ορισμένοι παράγοντες κινδύνου αλλά και παράγοντες με προστατευτική επίδραση. Αναφέρεται λοιπόν ότι αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών παρουσιάζουν γυναίκες που δεν παντρεύτηκαν ποτέ, γυναίκες στις οποίες η εμμηνόπαυση εμφανίστηκε νωρίς, γυναίκες με χρήση οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση, συγγενείς πρώτου βαθμού γυναικών με ιστορικό ωοθηκικού καρκίνου. Την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου ωοθηκών, μπορεί να αυξήσουν επίσης η κατανάλωση ζωικού λίπους, η χρήση ταλκ στον κόλπο καθώς και η μακροχρόνια χρήση σπασμολυτικών. Αντίθετα η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων από το στόμα και η τεκνοποίηση, βρέθηκε ότι αποτελούν προστατευτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη καρκίνου των ωοθηκών.
Στη δεκαετία του 1990, βρέθηκε πως η πλειονότητα των περιπτώσεων με οικογενή κληρονομικό καρκίνο των ωοθηκών οφείλεται σε μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA 1 και BRCA 2. Οι μεταλλάξεις στα γονίδια αυτά αποτελούν το κληρονομικό σύνδρομο καρκίνου μαστού και ωοθήκης (HBrOCS). Στις περιπτώσεις αυτές, τόσο η πρόγνωση όσο και η κλινική πορεία της νόσου είναι καλύτερη απ� ότι στις άλλες μορφές καρκίνου των ωοθηκών (τις σποραδικές).
Επιδημιολογία και συχνότητα του ωοθηκικού καρκίνου
Οι ωοθήκες αποτελούν το έβδομο κατά σειρά συχνότερο σημείο εντόπισης καρκίνου στις γυναίκες μετά το μαστό, τον τράχηλο, το παχύ έντερο το στόμαχο, το σώμα μήτρας και τον πνεύμονα.
Τα υψηλότερα ποσοστά εμφάνισης καρκίνου των ωοθηκών παρατηρούνται στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Ιαπωνία, στην οποία τα ποσοστά θανάτων από ωοθηκικό καρκίνο συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων σε παγκόσμια κλίμακα. Μελέτες σε μετανάστριες δείχνουν σαφώς μια περιβαλλοντική επίδραση. Γιαπωνέζες μετανάστριες στη Χαβάη και οι απόγονοι τους της πρώτης γενιάς στις Η.ΠΑ, εμφανίζουν μεγαλύτερη συχνότητα ωοθηκικού καρκίνου από τις Γιαπωνέζες στην Ιαπωνία, αλλά τα ποσοστά εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από τον ιθαγενή λευκό πληθυσμό των Η.Π.Α.
Στις Η.Π.Α., το 1993 διαγνώστηκαν 22.000 νέες περιπτώσεις γυναικών με ωοθηκικό καρκίνο και 13.300 γυναίκες πέθαναν εξαιτίας της νόσου. Σε γυναίκες χωρίς ιστορικό καρκίνου των ωοθηκών στην οικογένεια, η πιθανότητα εμφάνισης είναι 1,4 % (1 στις 70 γυναίκες). Μεταξύ γυναικών όμως, με δύο ή περισσότερες συγγενείς πρώτου βαθμού με ωοθηκικό καρκίνο, η πιθανότητα εμφάνισης της νόσου πλησιάζει το 50 %.
Περισσότερο από 80 % των περιπτώσεων επιθηλιακού καρκίνου των ωοθηκών ανευρίσκεται με μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Αυτός ο καρκίνος είναι σχετικά σπάνιος σε ηλικίες κάτω των 50 ετών. Λιγότερο από 1 % των επιθηλιακών ωοθηκικών καρκίνων εμφανίζεται σε γυναίκες με ηλικία μικρότερη των 30 ετών, με συχνότερη ωοθηκική νεοπλασία σ' αυτές τις ασθενείς τους όγκους από αρχέγονα γεννητικά κύτταρα. Ωοθηκικοί όγκοι που εμφανίζονται σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι σε ποσοστό 30 % κακοήθεις, ενώ μόνο 7 % των επιθηλιακών νεοπλασμάτων των ωοθηκών σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι αληθινά κακοήθεις.
Ταξινόμηση κακοηθών νεοπλασμάτων ωοθηκών
Η παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO) και η International Federation of Gynecology and Obstetrics (FIGO) υιοθέτησαν μια ενιαία ταξινόμηση για τους επιθηλιακούς όγκους των ωοθηκών, τους όγκους από αρχέγονα γεννητικά κύτταρα και τους όγκους του στρώματος της γεννητικής ταινίας. 85-90 % των κακοηθών ωοθηκικών όγκων στις Η.Π.Α. είναι επιθηλιακοί. Η χρήση λοιπόν στη διεθνή βιβλιογραφία του όρου "καρκίνος των ωοθηκών", αναφέρεται ως επί το πλείστον στους επιθηλιακούς όγκους των ωοθηκών. Οι συχνότητες για τους διάφορους ιστολογικούς τύπους είναι 42 % ορώδη κυσταδενοκαρκινώματα, 12 % βλεννώδη κυσταδενοκαρκινώματα, 15 % ενδομητριοειδή καρκινώματα, 17 % αδιαφοροποίητα καρκινώματα και 6 % καρκινώματα εκ διαυγών κυττάρων (μεσονεφροειδείς όγκοι). Το υπόλοιπο 8 % των πρωτοπαθών νεοπλασμάτων αποτελείται από τους όγκους του στρώματος της γεννητικής ταινίας και από τους όγκους των αρχέγονων γεννητικών κυττάρων. Η τελευταία μεγάλη ταξινόμηση των κακοηθών όγκων των ωοθηκών είναι αυτή της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.
Συμπτωματολογία του καρκίνου των ωοθηκών
Η πλειοψηφία των γυναικών με επιθηλιακό ωοθηκικό καρκίνο έχει ασαφή, μη ειδικά συμπτώματα. Σε νόσο πρώιμου σταδίου, η ασθενής ίσως να παραπονείται για ακανόνιστες εμμήνους ρύσεις - εάν βρίσκεται σε προεμμηνοπαυσιακή ηλικία. Αν μια πυελική μάζα πιέζει την ουροδόχο κύστη ή το ορθό, η ασθενής θα αναφέρει συχνουρία ή επίσχεση ούρων ή / και κοπράνων μαζί με γαστρεντερικές ενοχλήσεις. Περιστασιακά, μπορεί να αναφέρει βάρος στο υπογάστριο και δυσπαρευνία. Οξέα συμπτώματα όπως ο πόνος μετά από ρήξη ή συστροφή, είναι σπάνια σε πρώιμο στάδιο. Σε προχωρημένα στάδια της νόσου, τα συμπτώματα σχετίζονται με την παρουσία ασκιτικού υγρού, περιτοναϊκών ή εντερικών μεταστάσεων. Τέτοια συμπτώματα είναι η διόγκωση της κοιλιάς, δυσκοιλιότητα, ναυτία, ανορεξία και απώλεια βάρους. Προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να παραπονούνται για διαταραχές της εμμηνορρυσίας, ενώ σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς, μπορεί να παρατηρηθεί κολπική αιμορραγία.
Διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών
Η ανεύρεση μιας ψηλαφητής μάζας σε ένα εξάρτημα σε κορίτσια πριν την εμμηναρχή ή σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, συνήθως υποδηλώνει νεοπλασματική αύξηση. Λειτουργικές ωοθηκικές κύστεις, δε θα έπρεπε να εμφανίζονται σ' αυτές τις ηλικίες. Οι Barber και Graber, το 1971, βρήκαν ότι μια φυσιολογική ωοθήκη πρέπει να έχει - κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας - διαστάσεις περίπου 3,5 χ 2,0 χ 1,5 cm. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι διαστάσεις πρέπει να είναι 2,0 χ 1,0 χ 0,5 cm ή λιγότερο. Ψηλάφηση μιας ωοθήκης σε μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα μπορεί να υποδηλώνει αύξηση του μεγέθους της ωοθήκης και αποτελεί ένδειξη διενέργειας διακοιλιακού ή διακολπικού υπερηχογραφήματος. Το μέγεθος της μάζας έχει βαρύνουσα σημασία. Αν ανακαλυφθεί κυστική μάζα με διάμετρο άνω των 8 cm, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι η βλάβη είναι νεοπλασματική, εκτός εάν η ασθενής βρίσκεται υπό θεραπεία με κιτρική κλομιφαίνη ή άλλους παράγοντες για πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας.
Αύξηση του μεγέθους των ωοθηκών κατά την αναπαραγωγική ηλικία είναι συνήθως καλοήθης. Οι περισσότερες τέτοιες διογκώσεις οφείλονται σε θυλάκια ή κύστεις ωχρού σωματίου (λειτουργικές κύστεις), και υποστρέφονται σε έναν έως τρεις καταμήνιους κύκλους. Αυτές οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται με επαναλαμβανόμενες αμφίχειρες γυναικολογικές εξετάσεις καθώς και με διακοιλιακό ή διακολπικό υπερηχογράφημα σε διαστήματα 4-6 εβδομάδων.
Το συμβατικό test Παπανικολάου (Pap -test) είναι σπάνια θετικό επί καρκίνου των ωοθηκών και μόνο σε προχωρημένη νόσο. Σε κάθε περίπτωση όμως, μια ασθενής με καρκινωματώδη κύτταρα αδενικού τύπου στο επίχρισμα κατά Παπανικολάου και με αρνητική κλινική εξέταση σε ότι αφορά το αιδοίο, τον κόλπο, τον τράχηλο και το ενδομήτριο, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει καρκίνο της ωοθήκης ή άλλου ενδοκοιλιακού οργάνου μέχρι της αποδείξεως του αντιθέτου.
Μεγάλη βοήθεια μπορεί να προσφέρει ο κυτταρολογικός έλεγχος ασκιτικού υγρού που ελήφθη με παρακέντηση από το δουγλάσειο ή της κοιλιάς, καθώς και οι ορμονικοί προσδιορισμοί όταν πρόκειται για ορμονοπαραγωγούς όγκους.
Η λαπαροσκόπηση ως διαγνωστική μέθοδος για τον καρκίνο της ωοθήκης θα πρέπει να μην ενθαρρύνεται. Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η βιοψία μέσω λαπαροσκοπίου και η αναρρόφηση με βελόνη μιας άρρηκτης ωοθηκικής μάζας, μπορεί να έχει ως επακόλουθο τη διασπορά νεοπλασματικών κυττάρων στην περιτοναϊκή κοιλότητα.
Τα τελευταία χρόνια, με τη βελτίωση των μηχανημάτων, την υψηλότερη ευκρίνεια στα monitors, την ανάπτυξη καλύτερων προγραμμάτων για τους υπολογιστές και τη χρήση της κολπικής κεφαλής, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη διαγνωστική εμβέλεια το υπερηχογράφημα. Είναι μια πολύ ασφαλής και μη επεμβατική μέθοδος, εύκολα επαναλήψιμη. Τα ευρήματα είναι τις περισσότερες φορές χαρακτηριστικά. Με το υπερηχογράφημα μπορεί εύκολα να διαφοροδιαγνωστεί το ασκιτικό υγρό από μια μεγάλη κύστη ωοθήκης. Μια μάζα έξω από τη μήτρα σε συνδυασμό με εσωτερικές ηχητικές αντανακλάσεις υποδηλώνει επίσης καρκίνο των ωοθηκών. Η χρήση κολπικής κεφαλής και η απεικόνιση με έγχρωμο Doppler ροής αίματος μπορεί να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τη διαγνωστική εμβέλεια του υπερηχογραφήματος. Τέλος, η λεμφαγγειογραφία και η αξονική τομογραφία μπορούν να συνεισφέρουν στην προεγχειρητική διάγνωση αλλά κυρίως στη διαπίστωση της έκτασης του ωοθηκικού καρκίνου.
Στην προσπάθεια να ανακαλυφθεί ο καρκίνος των ωοθηκών πολύ πριν εμφανιστεί με κλινικά σημεία ή συμπτώματα - ακόμη και στο στάδιο του πρώιμου ωοθηκικού καρκίνου - χρησιμοποιούνται οι καρκινικοί δείκτες. Αυτοί είναι χημικές ουσίες - ποικίλης προελεύσεως και σύστασης - που παράγονται κατά κύριο λόγο από επιθηλιακά νεοπλασματικά κύτταρα. Για τον ωοθηκικό καρκίνο χρησιμοποιούνται κυρίως το ωοθηκικό αντιγόνο CA-125, η β υποομάδα της χοριακής γοναδοτροπίνης (β-HCG), το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο (CEA) η α-εμβρυϊκή πρωτείνη (AFP) και το TAG 72. Το μονοκλωνικό αντίσωμα OC · 125 που είναι ειδικό για το αντιγόνο CA -125 (το οποίο εκκρίνεται από τους περισσότερους μη βλεννοπαραγωγούς επιθηλιακούς όγκους της ωοθήκης) αποτελεί τον πιο χρήσιμο δείκτη. Στο σημείο αυτό, και σχετικά με τη διαγνωστική ικανότητα του CA-125, θέλω να υπογραμμίσω πως ο συνδυασμός μετρήσεων του CA-125 με υπερηχογραφικό έλεγχο και την αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση προσφέρει διαγνωστική προσέγγιση που πλησιάζει το 95 %.
Ασθενείς με αυξημένα επίπεδα CA-125 προεγχειρητικά, οι οποίες υποβλήθηκαν σε εγχείρηση για αφαίρεση καρκίνου των ωοθηκών, παρουσιάζουν μηδενισμό των τιμών μετεγχειρητικά. Συνεχής αύξηση των τιμών του CA-125 μετεγχειρητικά υποδηλώνει υποτροπή ή μετάσταση. Οι άλλοι δείκτες που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν εμφανίζουν ειδικότητα και ευαισθησία τέτοια ώστε να δικαιολογούν την ευρεία χρήση τους. Το καρκινο-εμβρυϊκό αντιγόνο (CEA) αυξάνει τόσο σε άλλους καρκίνους (κυρίως πεπτικού και τις μεταστάσεις τους) όσο και σε καλοήθεις παθήσεις (κίρρωση, χρόνια πνευμονική νόσο, μακρύ ιστορικό καπνίσματος).
Θεραπεία στον καρκίνο των ωοθηκών
Η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων καρκίνου των ωοθηκών παρουσιάζεται όταν η νόσος έχει επεκταθεί έξω από τις ωοθήκες και δίνει συμπτώματα από την ανάπτυξη ασκιτικού υγρού στην κοιλιά ή από πίεση άλλων οργάνων (ουροδόχου κύστης, εντέρου κλπ).
Στα αρχικά στάδια, όπου η νόσος είναι τοπικά περιορισμένη (η αναλυτική παρουσίαση των σταδίων της νόσου ξεφεύγει από το σκοπό του παρόντος άρθρου), το 60% των ασθενών μπορούν να ιαθούν με την εγχείρηση και μόνον. Πολλές μελέτες στις οποίες ερευνήθηκαν και άλλες συμπληρωματικές θεραπείες όπως χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία, δεν έδειξαν με σαφήνεια καλύτερα αποτελέσματα, και προς το παρόν πολλές κλινικές έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στα προχωρημένα στάδια, η κατάσταση είναι διαφορετική. Απαραίτητη είναι η σωστή αρχική εγχείρηση που πρέπει να γίνει σε εξειδικευμένο Κέντρο. Η πρώτη αυτή εγχείρηση είναι το Α και το Ω της θεραπείας. Σε αυτήν θα γίνει αφαίρεση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης μάζας καρκίνου (στα προχωρημένα στάδια, ολόκληρη η κοιλιά είναι γεμάτη από εκατοντάδες μικρά νεοπλασματικά οζίδια μεγέθους από λίγα κύτταρα μέχρι αρκετά εκατοστά, που καλύπτουν όλες τις επιφάνειες των οργάνων). Η σωστή αρχική εγχείρηση, μπορεί να συμπεριλαμβάνει εκτός από αφαίρεση των ωοθηκών, αφαίρεση και άλλων προσβεβλημένων οργάνων όπως η μήτρα, το μείζον επίπλουν, τμήματα λεπτού και παχέος εντέρου, ακόμη και εκτομή τμημάτων του περιτοναίου (της λεπτής στιβάδας που καλύπτει εσωτερικά ολόκληρη την κοιλιά και την επιφάνεια των περισσοτέρων οργάνων - η τεχνική αυτή καλείται περιτοναιοεκτομή). Ταυτόχρονα με την εγχείρηση θα εκτιμηθεί η έκταση της νόσου. Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι από τα λίγα νεοπλάσματα όπου η σταδιοποίηση είναι κλινική και γίνεται κατά τη διάρκεια της επεμβάσεως.
Ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχουν δείξει πολλές εργασίες που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αφορούν στην ενδοπεριτοναϊκή έγχυση χημειοθεραπευτικών φαρμάκων. Οι ενδείξεις είναι τόσο θετικές, ώστε σε ορισμένα μεγάλα Κέντρα του εξωτερικού, να αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας σε επιλεγμένες ασθενείς. Τελευταίως εφαρμόζεται και η μέθοδος της διεγχειρητικής συνεχούς ενδοπεριτοναϊκής υπερθερμικής έκπλυσης με χημειοθεραπευτικά φάρμακα, μέθοδος που πραγματοποιείται αμέσως μετά το τέλος της εγχείρησης και όσο ακόμη η ασθενής βρίσκεται υπό γενική αναισθησία. Τα αποτελέσματα στον τοπικό έλεγχο της νόσου και στον έλεγχο του ασκίτη είναι πολύ ενθαρρυντικά. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται με επιτυχία και σε ελληνικά Κέντρα.
Μετά την εγχείρηση, ακολουθεί σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις χημειοθεραπεία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η αντιμετώπιση των προχωρημένων σταδίων βασίζεται στο συνδυασμό ενός παραγώγου της Πλατίνας (Σισπλατίνη, Καρμποπλατίνη) και μιας Ταξάνης. Δυστυχώς όμως, οι συνδυασμοί αυτοί δεν έχουν βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωση στα προχωρημένα στάδια και η έρευνα κατευθύνεται προς την ανάπτυξη άλλων, δραστικότερων φαρμάκων. Τέτοια φάρμακα χρησιμοποιούνται ήδη σε ανθεκτικές περιπτώσεις, σε υποτροπές και σε κλινικά πρωτόκολλα.
Υπό έρευνα βρίσκεται και η προεγχειρητική χημειοθεραπεία, η οποία εφαρμόζεται σε ορισμένες περιπτώσεις.
Προσέγγιση ασθενούς με ψηλαφητή πυελική μάζα: Εκτίμηση ασθενών με πιθανό ωοθηκικό καρκίνο
- Λεπτομερές ιστορικό και φυσική εξέταση που περιλαμβάνει ψηλάφηση μαστών, αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση και επίχρισμα Παπανικολάου
- Γενική εξέταση αίματος, τιμές CA 125
- Υπερηχογράφημα ωοθηκών
- Ακτινογραφία θώρακος
- Ενδοφλέβιος ουρογραφία (όταν υπάρχουν ενδείξεις)
- Κυστεοσκόπηση (όταν υπάρχουν ενδείξεις)
- Ορθοσκόπηση (όταν υπάρχουν ενδείξεις)
- Βαριούχο γεύμα (σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς με γαστρεντερικά ενοχλήματα)
- Αξονική τομογραφία ή MRI
Συνύπαρξη καρκίνου της ωοθήκης με εγκυμοσύνη
Αν και ασυνήθιστη, η συνύπαρξη εγκυμοσύνης με ωοθηκική νεοπλασία δεν είναι απίθανη. Είναι μια κατάσταση που απαιτεί μεγάλη προσοχή, γιατί η ήδη ευαίσθητη ψυχοσύνθεση της εγκύου μπορεί να αποδιοργανωθεί εντελώς με την ανακοίνωση της ανάπτυξης μιας νεοπλασίας. Η ψηλάφηση στο 1ο τρίμηνο μιας εξαρτηματικής μάζας απαιτεί στενή παρακολούθηση με συχνές γυναικολογικές εξετάσεις και υπερηχογραφήματα. Διαφορική διάγνωση θα πρέπει ασφαλώς να γίνει από το επίμονο ωχρό σωμάτιο. Αν και οι περισσότερες εξαρτηματικές μάζες κατά την εγκυμοσύνη είναι καλοήθεις, θα πρέπει να αφαιρούνται εφόσον δεν υποχωρούν. Οι ερευνητές συμφωνούν πως ο καταλληλότερος χρόνος για την αφαίρεση μιας μάζας είναι το 2ο τρίμηνο της κύησης. Επί μη επέκτασης της νόσου έξω από την ωοθήκη αρκεί η ετερόπλευρη σαλπιγγο -ωοθηκεκτομία και η πλήρης εγχειρητική σταδιοποίηση. Ακόμη και εάν η νόσος έχει επεκταθεί, η υστερεκτομή και ο θυσιασμός του βρέφους θα πρέπει να γίνουν μόνο εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την πλήρη αφαίρεση του νεοπλάσματος. Η μετεγχειρητική χημειοθεραπεία θα πρέπει να δοθεί κανονικά - εξαρτώμενη από το είδος και το στάδιο της νόσου.
Παρακολούθηση μετά τη θεραπεία για καρκίνο των ωοθηκών
Οι επισκέψεις στο γυναικολόγο θα πρέπει να γίνονται ως εξής: Για τα 2 πρώτα χρόνια κάθε 3 μήνες. Για τα επόμενα 5 χρόνια κάθε 6 μήνες. Μετά τον 7ο χρόνο, μια φορά κάθε χρόνο. Πέρα από την κλινική εξέταση γίνεται και η εργαστηριακή, ως εξής: Προσδιορισμός των τιμών του CA-125 σε κάθε επίσκεψη Αξονική τομογραφία κάθε τρίμηνο κατά τη διάρκεια της Χ/θ, και για τα επόμενα 2 χρόνια κάθε εξάμηνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου