| ||||
|
| |||
Το 1988 ο Reaven πρότεινε τον όρο «σύνδρομο Χ» (μεταβολικό σύνδρομο) για να περιγράψει τη συνύπαρξη πολλαπλών μεταβολικών διαταραχών με πιθανό κοινό υποκείμενο μηχανισμό την αντίσταση των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης. Τα κύρια χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου (ΜΣ) περιλαμβάνουν την κοιλιακή παχυσαρκία, τη δυσλιπιδαιμία, τη διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, καθώς και την αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Τουλάχιστον πέντε οργανισμοί έχουν προτείνει συγκεκριμένα κριτήρια για τη διάγνωση του ΜΣ. Ωστόσο, τα κριτήρια που μπορούν πιο εύκολα να χρησιμοποιηθούν στην κλινική πράξη είναι αυτά που διατυπώθηκαν το 2001 από την Εθνική Επιτροπή για τη Χοληστερόλη (National Cholesterol Education Program Adult Treatment Panel III, NCEP ATP III). Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα της Third National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES III), ένα στα τέσσερα ενήλικα άτομα στις ΗΠΑ πληρεί τα κριτήρια για τη διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου. Πολύ πρόσφατα η μελέτη ATTICA και η μελέτη METS-GREECE έδειξαν ότι η επίπτωση του ΜΣ στον ελληνικό πληθυσμό είναι 19.8% and 23.6% αντίστοιχα. Η δυσλιπιδαιμία αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του ΜΣ και αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Οι πιο συχνές διαταραχές των λιπιδαιμικών παραμέτρων σε άτομα με ΜΣ είναι η αύξηση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων και η μείωση των επιπέδων της HDL-χοληστερόλης, καθώς και η ύπαρξη μικρών πυκνών LDL σωματιδίων (small dense LDL, sdLDL). Τα sdLDL σωματίδια θεωρούνται περισσότερο αθηρογόνα σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα LDL σωματίδια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πολλών πειραματικών μελετών τα sdLDL σωματίδια έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα εισόδου στον υποενδοθηλιακό χώρο του αρτηριακού τοιχώματος και αυξημένη ικανότητα σύνδεσης με τις πρωτεογλυκάνες του έσω χιτώνα του τοιχώματος των αγγείων. Επιπρόσθετα, τα sdLDL σωματίδια υφίστανται ευκολότερα οξείδωση και προσλαμβάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από τα μακροφάγα και συνεπώς επιταχύνουν το σχηματισμό αφρωδών κυττάρων. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια από προοπτικές και αναδρομικές κλινικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες ασθενείς με αυξημένες συγκεντρώσεις sdLDL σωματιδίων εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Η κατανομή των υποκλασμάτων των LDL καθορίζεται τόσο από γενετικούς όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την κατανομή των υποκλασμάτων των LDL είναι τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων του ορού. Πράγματι, ασθενείς με τριγλυκερίδια ορού πάνω από το κρίσιμο όριο των 120 mg/dl εμφανίζουν συνήθως φαινότυπο τύπου Β (δηλ. επικράτηση των sdLDL σωματιδίων), ενώ άτομα με χαμηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων εμφανίζουν συνήθως φαινότυπο τύπου Α (δηλ. επικράτηση των μεγάλων LDL σωματιδίων). Πρόσφατα εκτιμήσαμε το λιποπρωτεiνικό προφίλ σε ασθενείς με ΜΣ και τους υποκείμενους μηχανισμούς που επηρεάζουν την κατανομή των LDL σωματιδίων σε αυτό τον πληθυσμό. Στη μελέτη συμμετείχαν 233 άτομα που παρακολουθούνται στο Ιατρείο Μελέτης των Διαταραχών του Μεταβολισμού των Λιπιδίων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Από τη μελέτη αποκλείσθηκαν άτομα με ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιαγγειακής νόσου, με διαταραχή της θυρεοειδικής, ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας, καθώς και ασθενείς που έπαιρναν φάρμακα που μπορεί να επηρεάζουν το μεταβολισμό των λιπιδίων και των υδατανθράκων. Η διάγνωση του ΜΣ έγινε σύμφωνα με τα NCEP ATP III κριτήρια. Άτομα που δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση του ΜΣ αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Η ανάλυση των υποκλασμάτων των LDL έγινε με τη χρήση του Lipoprint LDL System (Quantimetrix, Redondo Beach, CA). Η μελέτη μας έδειξε ότι οι ασθενείς με ΜΣ εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη περίμετρο μέσης, υψηλότερες τιμές συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης, καθώς και υψηλότερες συγκεντρώσεις γλυκόζης νηστείας και τιμές δείκτη HOMA σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (πίνακας). Επιπρόσθετα, οι ασθενείς με ΜΣ εμφάνιζαν ένα περισσότερο αθηρογόνο λιποπρωτεiνικό προφίλ με υψηλότερα επίπεδα ολικής χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων και απολιποπρωτεΐνης Β, καθώς και χαμηλότερα επίπεδα HDL-χοληστερόλης και απολιποπρωτεΐνης Α-Ι σε σύγκριση με τα άτομα που δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση του ΜΣ. Αντίθετα, οι συγκεντρώσεις της LDL-χοληστερόλης δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων της μελέτης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Lipoprint LDL System, οι ασθενείς με ΜΣ εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης στα VLDL και στα sdLDL σωματίδια σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Όταν η χοληστερόλη των sdLDL εκφράσθηκε ως ποσοστό επί της ολικής χοληστερόλης των LDL, οι ασθενείς με ΜΣ είχαν σημαντικά μεγαλύτερες τιμές σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (15,15±7,93% και 7,67±4,31% αντίστοιχα, p<0.001).> Η πολυπαραγοντική ανάλυση των αποτελεσμάτων της παρούσας μελέτης έδειξε ότι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει τόσο την ύπαρξη των sdLDL σωματιδίων όσο και το μέσο μέγεθος των LDL σωματιδίων ήταν η συγκέντρωση των τριγλυκεριδίων του ορού (beta: 0.49 και -0.51, αντίστοιχα, p<0.0001). |
We are two medical students who will try to "fill the gaps" of the greek medical education..Don't hesitate to communicate with us at the following e-mail : medicalservers@gmail.com
Κατηγορίες
- Γυναικολογία (1)
- Καρδιολογία (4)
- Κοινωνικά - Διάφορα (10)
- Ογκολογία (6)
- Παθολογία (3)
- Παθολογία - Γενική Ιατρική (10)
- Ψυχιατρική (1)
- Global Health (2)
Κυριακή 27 Μαΐου 2007
ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου